Κάρμεν αστικοποιημένη και βιομηχανοποιημένη, ένα ελληνικό κατόρθωμα στην Καλλιθέα

1845, ο Prosper Mérimée δημοσιεύει τη νουβέλα του Carmen, ξεκινώντας με το επίγραμμα του Παλλαδά (4ος αιώνας μ.Χ.) «Κάθε γυναίκα μόνο οργή σου προξενεί, έχει δε μόνο δυο καλές στιγμές, μια στο γάμο και μια στο θάνατο». Αυτό είναι το έργο, που αργότερα θα μετατραπεί στο λιμπρέτο των Henri Meilhac και Ludovic Halévy για την όπερα του Georges Bizet το 1875.     Σε ότι αφορά στον Bizet η πρεμιέρα του έργου του πραγματοποιήθηκε στην Opéra Comique, ανήκοντας το ίδιο στο είδος της opéra comique, με πρόζες που παρεμβάλλονται ανάμεσα στα μουσικά νούμερα. Η παραγωγή σηματοδοτήθηκε από το θάνατο του συνθέτη κατά τη διάρκεια της 33ης παράστασης, ενώ χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι αν και δεν ανήκει στο είδος του verismo. Η Carmen  είναι ίσως η πρώτη αληθινή ηρωίδα, απαλλαγμένη από την αγνότητα των ευαίσθητων λυρικών soprano ή την υπερβολή των δραματικών soprano. Σε αντίθεση με το κείμενο του Mérimée , η όπερα Carmen, αν και αντλεί τους χαρακτήρες της από την opéra comique, παράλληλα κάνει και την πρώτη αναφορά στο προλεταριάτο, ενώ οι κεντρικοί ήρωες Carmen και Don José εκδύονται το μανδύα του συγγραφέα και ενδύονται  με αρχές, που παραπέμπουν στην αρχαία ελληνική τραγωδία και την κάθαρση.

Στις 12 Σεπτεμβρίου, βρεθήκαμε στην Αθήνα και παρακολουθήσαμε μια «εναλλακτική» Carmen, στο πλαίσιο του 1ου Μεσογειακού Φεστιβάλ Δήμου Καλλιθέας. Στον προαύλιο χώρο ενός  Σταδίου που ονομάζεται «Γρηγόρης Λαμπράκης», συνέβη ένα μικρό θαύμα. Η πρόσοψη του γηπέδου χρησιμοποιήθηκε σαν φυσικό σκηνικό, εντελώς αστικό και βιομηχανικό, για να υποστηρίξει το εργοστάσιο της 1ης πράξης, αλλά και την είσοδο της αρένας της 4ης πράξης. Με τη χρήση φροντιστηριακών στήθηκε η ταβέρνα του Λίλας Πάστια στη 2η πράξη, ενώ για την 3η πράξη, η σκηνή γέμισε από χαλιά κιλίμ τα οποία όπως μας πληροφόρησαν είναι το χαρακτηριστικό εμπόριο των Τσιγγάνων στα Βαλκάνια, δίνοντας την εικόνα του μεταφερόμενου τσιγγάνικου καταυλισμού.

Ο σκηνοθέτης Βασίλης Αναστασίου, που έχει ήδη μια πορεία στις σκηνές των ιταλικών θεάτρων, χρησιμοποίησε στο έπακρο κάθε διαθέσιμη σπιθαμή του φυσικού σκηνικού (κολώνες, σκάλες, κουβούκλια, γκράφιτι) με μια προσέγγιση της arte povera . Κομμάτι-κομμάτι έστησε την ηρωίδα του και την παράστασή του σαν σύμβολο κατά του κοινωνικού αποκλεισμού και παρουσίασε σκηνές έντονης βίας, ειδικά στην όγδοη κίνηση της 1ης πράξης «Que se passe-t-il là-bas? Au secours! Au secours!» Κίνησε τους σολίστες και τη χορωδία με τρόπο, που επέτρεψε στο κοινό να γίνει συμμέτοχος στην εξέλιξη του δράματος, χωρίς να λείπουν το χιούμορ και ανάδειξη των κωμικών στοιχείων, όπως οι τσιγγάνες «παρωδία» cheerleaders της 4ης πράξης «Les voici, voici la quadrille» ενώ οι φωτισμοί του υπήρξαν μοναδικοί, δημιουργώντας σκηνικό εκεί που δεν υπήρχε, με ευφυή ευρηματικότητα. Τα κουστούμια σχεδιάστηκαν από τη Θάλεια Ιστικοπούλου, η οποία υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Teatro dell’Elfo στο Μιλάνο. Με μια νότα ανεμελιάς και επικεντρωμένα στα 70’s, η διακεκριμένη ενδυματολόγος ανέδειξε χρωματικά και στιλιστικά όλο το κλίμα μιας τσιγγάνικης κοινότητας.

Σε μια σκηνή, λοιπόν, γεμάτη χρώματα ξεχύθηκαν οι πόθοι της Carmen, που ερμήνευσε η Ελληνίδα μεσόφωνος Μαρίτα Παπαρίζου. Με φωνή μεστή, γεμάτη χρώματα και δέουσα δραματικότητα, η Paparizou έπαιξε το ρόλο με  άνεση,  χτίζοντας  δραματουργικά το ρόλο από τη Habanera ως τη σκηνή του θανάτου, νότα-νότα και σκηνή τη σκηνή η Παπαρίζου χάρισε στο κοινό μια άρτια στιλιστικά, ερμηνευτικά , Κάρμεν, αποφεύγοντας τις στηθικές χυδαιότητες. Όταν τη χαιρέτησα μετά την παράσταση έμαθα πως υπήρξε μαθήτρια της μεγάλης Mme Janine Reiss και μας απέδειξε το πόσο καλά κατέχει τη γαλλική σχολή, με δυνατότερη στιγμή της το φινάλε, όπου κυριάρχησε στη σκηνή. Στο ρόλο του Don José o Χρήστος Δεληζώνας, παρουσίαζε κάποια σημεία φωνητικής κόπωσης, ίσως λόγω ντεμπούτου στο ρόλο ωστόσο το χρώμα και το τίμπρο της φωνής του παράπεμπαν σε ένα ήρωα ταυτόχρονα ρομαντικό και τραγικό, έχοντας πλήρη επίγνωση της γαλλικής όπερας, έχοντας όλο το μέλλον μπροστά του. Η Μάιρα Μηλολιδάκη πρόσφερε μια Micaëla γεμάτη ευαισθησία, με έντονους λυρικούς χρωματισμούς, λειτουργώντας ως ηθικός αντίποδας της Κάρμεν, ενώ η στιγμή στην άρια της «Je dis que rien ne m’épouvante», όπου ύψωσε το μαύρο σταυρό, που νωρίτερα είχε χρησιμοποιήσει η Carmen στην άρια των χαρτιών, ως σύμβολο μαγείας, υπήρξε από τις ευρηματικότερες στιγμές της παράστασης, θυμίζοντας μια σύγχρονη Giovanna d’Arco. Ο Escamillo του Σωτήρη Τριάντη δεν ήταν ταυρομάχος, αλλά ποδοσφαιριστής και λαϊκός ήρωας, όπως συμβαίνει στις μέρες μας στη Λατινική Αμερική. Ξεπηδώντας από τους τσιγγάνικους καταυλισμούς και γενόμενος ίνδαλμα, τραβά τριγύρω του όλες τις τσιγγάνες και τους τσιγγάνους τραγουδώντας την άριά του με μια περιστρεφόμενη μπάλα στο δάκτυλο. Αν και σωστός τεχνικά και σκηνικά, θα ήθελα λίγη μεγαλύτερη άνεση στις χαμηλές νότες, χωρίς αυτό να στερεί σε τίποτα το εξαιρετικό υλικό, που διαθέτει στη φωνή του.

Σε ότι αφορά στις φίλες της Carmen, τόσο η Frasquita της Μαριάννα Μανσόλα, όσο και η Mercédès της Χρυσάνθης Σπιτάδη, αποτέλεσαν εξαιρετική επιλογή, που με τη βοήθεια των Dancaïre του Σπύρου Κλείσσα, του Remendado του Κωνσταντίνου Ζαμπούνη και την Παπαρίζου τραγούδησαν με εξαιρετική τονική ακρίβεια το κουϊντέτο της 2ης πράξης. Ο Moralès του Μιχάλη Γιοχάλα, είχε μια δόση αναίδειας, που ταίριαζε στο ρόλο, ενώ ο Zuniga του Βασίλη Κωστόπουλου είχε σημεία αδυναμίας με ελαφρύ tremolo, που ελπίζουμε να οφειλόταν στην κούραση της μονής διανομής. Τέλος έκπληξη αποτέλεσε η συμφωνική ορχήστρα του Ωδείου «Ιωάννα Συγγελάκη» και ο μαέστρος της Πάνος Βλάχος, που μας χάρισαν μια Carmen με σφρίγος και εξαιρετικά πιανίσιμι, με ωραίες γραμμές, αν και σε κάποια σημεία τα tempi δεν είχαν τη ζωντάνια που απαιτείται. Τόσο η χορωδία του 1ου Μεσογειακού Φεστιβάλ Δήμου Καλλιθέας, όσο και η παιδική χορωδία Μανώλης Καλομοίρης λειτούργησαν εξαιρετικά τόσο μουσικά όσο και θεατρικά.

Στα μείον της παράστασης οφείλουμε να αναφέρουμε την ανυπαρξία προγράμματος πέραν ενός φυλλαδίου στα Ελληνικά, εν τούτοις αυτό υπερκαλύφθηκε με την άμεση αποστολή του αναγκαίου υλικού από τους διοργανωτές, μέσω email, κατά τη διάρκεια της ίδιας της παράστασης, που κάλυψε μεν εμάς, αλλά όχι και τους αρκετούς αλλοδαπούς θεατές.

Μετά από όλα αυτά καταλήγω στο γεγονός ότι στην Ελλάδα υπάρχουν εξαιρετικοί καλλιτέχνες. Είναι υπέροχο που υπάρχουν παραγωγές και πέραν του ενός και μοναδικού κρατικού Θεάτρου, που από ότι πληροφορήθηκα δεν αξιοποιεί σε μεγάλο βαθμό το ντόπιο υλικό και επιδίδεται σε “πολιτιστικές” ανταλλαγές.

Περιοδικό “Οπερα”

Rivista L’Opera Οκτώβριος 2016-October 2016